- τριμεροῦς
- τριμερήςtripartitemasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
COLLUM — pars animalis, pluribus descripta Plinio, l. 11. c. 37. ubi inter alia: Gula nervô et carne constat. Cervix nulli, nisi quibus haec utraque. (arteria et gula) Ceteris Collum, quibus tantum gula. Sed quibus cervix, e multis vertebratisque… … Hofmann J. Lexicon universale
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Γέρασα — Ελληνιστική πόλη και αργότερα ρωμαϊκή, που τα ερείπιά της διασώθηκαν σε άριστη κατάσταση, στη θέση του σημερινού οικισμού Τζαρά της Ioρδανίας. Τα μεγαλοπρεπέστατα οικοδομήματά της χρονολογούνται από τον 2o αι. μ.Χ. και, μεταξύ αυτών, σπουδαιότερο … Dictionary of Greek
Ζυρίχη — (γερμ. Zürich, γαλλ. Zurich, ιταλ. Zurigo). Πόλη (337.900 κάτ. το 2000) της Ελβετίας και πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονιού (1.728 τ. χλμ., 1.227.900 κάτ.). Βρίσκεται στη βορειοδυτική όχθη της λίμνης της Ζ., στις εκβολές του ποταμού Λίματ και στη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
έκφραση — η 1. εξωτερίκευση, εκδήλωση, διατύπωση: Έκφραση χαράς. 2. η απεικόνιση ψυχικής κατάστασης ή διάθεσης στο πρόσωπο κάποιου: Η έκφραση του προσώπου του έδειχνε άνθρωπο ευγενικό. 3. ο τρόπος που εκφράζεται κανείς, ύφος, στιλ: Γλαφυρή έκφραση. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)